Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

«Πάγιες και διαρκείς ανάγκες», ποιανού;

Στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των συμβασιούχων των ΟΤΑ επανήλθε για μια ακόμη φορά το ζήτημα των λεγόμενων «πάγιων και διαρκών αναγκών». Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο εμφανίζεται κάθε φορά που οι εργαζόμενοι σε οργανισμούς του δημόσιου τομέα διεκδικούν το δικαίωμά τους στη μόνιμη, πλήρη και σταθερή δουλειά, αμφισβητώντας την πολιτική των απολύσεων, των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της αδιοριστίας κ.λπ. Τη συζήτηση περί «πάγιων και διαρκών αναγκών» τη συντηρεί ένα ευρύ φάσμα εμπλεκόμενων στο ζήτημα: από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες (αστικές και ρεφορμιστικές) μέχρι δημάρχους και κυβερνητικά στελέχη. Μάλιστα, από την πλευρά των συνδικαλιστικών ηγεσιών, υποτίθεται ότι η κάλυψη των λεγόμενων «πάγιων και διαρκών αναγκών» αποτελεί επιχείρημα υπέρ των εργαζομένων, επιχείρημα που δήθεν επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα να παραμείνουν στην εργασία τους.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Γιατί, ουσιαστικά, το πρόταγμα των λεγόμενων «πάγιων και διαρκών αναγκών» έρχεται σε αντιπαράθεση με το πρόταγμα του καθολικού δικαιώματος των εργαζομένων στη μόνιμη, πλήρη και σταθερή εργασία, του βάζει όρια (και άρα το ακυρώνει), στρέφει αλλού τη συζήτηση και υποτάσσει τα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργαζομένων στις ανάγκες του συστήματος.
Τυπικά, οι υπερασπιστές του επιχειρήματος, το χρησιμοποιούν ως παράκαμψη του Συντάγματος το οποίο αποκλείει τη μονιμοποίηση εργαζομένων που καλύπτουν έκτακτες ανάγκες («απρόβλεπτων και επειγουσών» όπως αναφέρει στο σχετικό άρθρο 103) και συνδέει την πρόσληψη μόνιμων υπαλλήλων στο Δημόσιο με την ύπαρξη -και μόνο- των λεγόμενων «οργανικών θέσεων». Μάλιστα, με αφορμή το διάταγμα Παυλόπουλου (Π.Δ. 164/2004) για τη μονιμοποίηση συμβασιούχων και την Ευρωπαϊκή Οδηγία 1999/70/ΕΚ που είχε προηγηθεί και αφορούσε τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (εφαρμογή της οποίας ήταν και το διάταγμα Παυλόπουλου), η συζήτηση γύρω από τις «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» είχε απασχολήσει ευρύτατα.
Όμως, η υιοθέτηση του επιχειρήματος για τις «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» δεν αποτελεί απλά μια τακτική νομικού χαρακτήρα. Έχει βαθιά πολιτική ουσία και αποτελεί μία ουσιαστική αποδοχή των αστικών κανόνων γύρω από το τι σημαίνει ο όρος «κοινωνικές ανάγκες» και ποιος τις ορίζει. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό το επιχείρημα τις «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» (και κατ’ επέκταση τις κοινωνικές ανάγκες) τις ορίζει ο εκάστοτε δήμαρχος, ο εκάστοτε διευθυντής ή ο μάνατζερ ενός οργανισμού. Και πάντοτε με κριτήρια που σχετίζονται με τις λεγόμενες «αντοχές» του συστήματος, καθώς και τις επιταγές των ιμπεριαλιστών της ΕΕ και του ΔΝΤ. 
Σε όλη αυτή την επιχειρηματολογία δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η βασικότερη απ’ όλες τις ανάγκες: η ανάγκη κάθε εργαζόμενου να έχει μία δουλειά και κατ’ επέκταση να μπορεί να ζει! Όπως, αντίστοιχα, δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη οι ανάγκες όλου του λαού στη μόρφωση, στην περίθαλψη, στην ασφάλιση. Αυτές οι πραγματικά «πάγιες», «διαρκείς» αλλά και καθολικές ανάγκες δεν απασχολούν κανέναν σε όλη αυτήν τη συζήτηση. Και είναι λογικό, γιατί όλοι αυτοί δεν αποτελούν παρά τους απολογητές και τους υπερασπιστές του ντόπιου εξαρτημένου καπιταλισμού. Γιατί η αναγνώριση αυτών των λαϊκών και εργατικών αναγκών σημαίνει ταυτόχρονα και αποδοχή των αντίστοιχων λαϊκών και εργατικών δικαιωμάτων. Γιατί η υπεράσπιση του καθολικού δικαιώματος στην πλήρη και σταθερή εργασία σημαίνει άρνηση της λειτουργίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης, σηματοδοτεί ένα άλλο παραγωγικό και κοινωνικό σύστημα. 
Όλη αυτή, λοιπόν, η συζήτηση γύρω από τις «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» αποτελεί μια καλοστημένη παγίδα για τους εργαζόμενους. Παγίδα στην οποία πρόθυμα τους σπρώχνουν οι υπερασπιστές της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής. Η αποδοχή αυτής της συζήτησης αποτελεί αποδοχή της πολιτικής της ανακύκλωσης της ανεργίας, αλλά και κάθε αντεργατικής πολιτικής που βάζει τα όρια των εργατικών διεκδικήσεων εκεί που κάθε φορά βολεύει το αστικό σύστημα. Και που, τελικά, αναιρεί κάθε έννοια ανατροπής του.
Αυτή τη συζήτηση δεν πρέπει να την αποδεχτούν οι εργαζόμενοι. Είτε οι μόνιμοι που βλέπουν τις απολύσεις ή τις μετακινήσεις να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια τους, είτε οι συμβασιούχοι-αναπληρωτές-επικουρικοί-ωρομίσθιοι που κάθε φορά μετρούν τις μέρες μέχρι τη λήξη της σύμβασής τους. Και κάθε αγώνας, εάν πραγματικά θέλουμε να συμβάλλει στο ανέβασα της πολιτικής και ιδεολογικής συγκρότησης του εργατικού κινήματος, πρέπει να την απορρίπτει και να βάζει στη θέση της τη συζήτηση για τις πραγματικές ανάγκες και τα δικαιώματα λαού και εργαζομένων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: