H κυβερνητική εξαγγελία για καθημερινή 24ωρη εφημέρευση των νοσοκομείων της Αττικής άνοιξε ξανά τη συζήτηση σχετικά με την κατάσταση των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) και τις γενικές εφημερίες στην πρωτεύουσα. Ακόμα και μια σειρά από παράγοντες του συστήματος (κυβερνητικά στελέχη, διοικητές ΥΠΕ, ΜΜΕ) έχουν φτάσει στο σημείο να αναγνωρίζουν το χάλι που επικρατεί, παρ’ ότι δεν κατονομάζουν τους εαυτούς τους ως υπευθύνους. Πολλές φορές ακόμα και ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει παρουσιάσει ξανά και ξανά το «σχέδιο» για «αυτοδύναμα» ΤΕΠ, με αναβαθμισμένες εγκαταστάσεις και εξειδικευμένο προσωπικό. Το «ενδιαφέρον» τους είναι κάλπικο και χρησιμοποιείται όχι για να λύσει τα προβλήματα με βάση τις λαϊκές ανάγκες, αλλά για να προβάλει την ανάγκη συνέχισης της δικής τους πολιτικής. Η πολιτική αυτή έχει ως βασικούς άξονες την υποστελέχωση, την εντατικοποίηση της δουλειάς, την ιδιωτικοποίηση της περίθαλψης και τον αποκλεισμό των ασθενών από τα φτωχότερα στρώματα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο θεωρούμε ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει από τη λαϊκή σκοπιά, καταθέτοντας τις εμπειρίες και την άποψή μας. Συνοπτικά, κοινό τόπο αποτελούν τα εξής:
Οι γενικές εφημερίες δεν τελειώνουν ποτέ στην ώρα τους. Αυτό δε συμβαίνει κυρίως επειδή οι ασθενείς έρχονται μέχρι το «παρά πέντε», αλλά επειδή οι τραγικές ελλείψεις καθυστερούν όλη την αλυσίδα διάγνωσης και θεραπείας. Επιτομή αυτών αποτελεί το πρόβλημα των αξονικών και μαγνητικών τομογραφιών, οι οποίες, όπου είναι διαθέσιμες, καθυστερούν ακόμα και πάνω από δέκα ώρες. Οι δεκάδες περιπατητικοί ασθενείς που κάνουν ουρά έξω από το νοσοκομείο πριν την έναρξη του ωραρίου αποτελούν κόσμο εν πολλοίς αποκλεισμένο από το σύστημα περίθαλψης, με βάση την εκτεταμένη φτώχεια και την ανυπαρξία πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Η υπερφόρτωση από περιστατικά και η έλλειψη κλινών οδηγεί συχνά τα νοσοκομεία στην πρόωρη διακοπή της εφημερίας.
Οι εγκαταστάσεις είναι παλιές και κακοσυντηρημένες. Τα επείγοντα είναι συχνά τόσο γεμάτα από ασθενείς, που γίνεται κυριολεκτικά αδύνατο να περπατήσεις ανάμεσα στα φορεία. Ασθενείς με μεταδοτικά νοσήματα παραμένουν επί ώρες σε απόσταση αναπνοής από τους εργαζόμενους και από ασθενείς με άλλα νοσήματα, γεννώντας μεγάλο κίνδυνο για διασπορά. Φορεία και καρότσια συναντά κανείς σε διαδρόμους, αίθουσες αναμονής, ακόμα και στο προαύλιο των νοσοκομείων.
Η έλλειψη προσωπικού είναι επικίνδυνη και εξουθενωτική. Ακόμα και 5-6 ώρες μπορεί να περιμένει κανείς μέχρι να εξεταστεί από γιατρό της κατάλληλης ειδικότητας. Σε πολλές κλινικές οι γιατροί καλούνται ταυτόχρονα να εξυπηρετούν και τα επείγοντα και τους ήδη νοσηλευόμενους, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα για καταμερισμό εργασίας. Και, όταν τελικά ο ασθενής έρθει σε επαφή με γιατρό, ο τελευταίος να είναι στα όρια της εξόντωσης από την υπερεφημέρευση. Στη βάση της έλλειψης ολόκληρων ειδικοτήτων σε εφημερεύοντα νοσοκομεία, ασθενείς αναγκάζονται να μετακινηθούν από τη μία άκρη της Αθήνας στην άλλη.
Στη βάση όλων των παραπάνω, ασθενείς και προσωπικό μπλέκονται σε συνεχείς εντάσεις «όλοι εναντίον όλων». Αποκορύφωμα αποτελούν τα περιστατικά βίας σε βάρος υγειονομικών, φαινόμενο που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας και τον υπόλοιπο κόσμο. Ασθενείς και συνοδοί αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του υγειονομικού τον εκπρόσωπο ενός συστήματος περίθαλψης εχθρικού και ανεπαρκούς. Αντίστοιχα, οι υγειονομικοί αναγνωρίζουν στο πρόσωπο των ασθενών τη συσσωρευμένη ανέχεια των λαϊκων στρωμάτων. Η οργή πρέπει να στραφεί απέναντι στον πραγματικό υπεύθυνο: το σύστημα και την πολιτική του. Δεν είναι λύση οι σεκιουριτάδες και οι ερμητικά κλειστές πόρτες. Η μία πλευρά πρέπει να αναγνωρίσει τα δίκια της άλλης. Τα συμφέροντα λαού και υγειονομικών είναι κοινά και σε αυτή τη βάση πρέπει να αναπτυχθούν κοινοί αγώνες.
Η βία δεν προέρχεται μόνο από εξαγριωμένους ασθενείς, αλλά συχνά και από την ίδια την αστυνομία. Κατά τη διακομιδή κρατούμενων ή συλληφθέντων, οι δυνάμεις καταστολής παρεμβαίνουν στο ιατρικό έργο, απαιτώντας να συντομεύσουν οι διαδικασίες, ακόμα κι αν αυτό βάζει σε κίνδυνο τη ζωή ασθενών. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά βίας και συλλήψεων γιατρών, απλά επειδή επέμειναν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς παρεμβάσεις.
Η καθημερινή 24ωρη εφημέρευση των νοσοκομείων της Αττικής έχει εφαρμοστεί στο παρελθόν με τραγικά αποτελέσματα. Τα νοσοκομεία παρέλυσαν μέσα σε λίγες μέρες, αδυνατώντας να διαχειριστούν τη συνεχόμενη ροή ασθενών. Αξονικοί και μαγνητικοί τομογράφοι ασχολούνταν μόνο με ασθενείς των ΤΕΠ και εξυπηρετούσαν με μεγάλη δυσκολία τους ήδη νοσηλευόμενους. Χειρουργεία πραγματοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά σε επείγουσα βάση. Τα εργαστήρια έφτασαν στο σημείο να ξεμείνουν από αντιδραστήρια και να μη μπορούν να πραγματοποιήσουν πολλές εξετάσεις. Οι εργαζόμενοι δυσκολεύονταν να βρουν έστω μερικές στιγμές ξεκούρασης, αφού ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να καλούνταν να διαχειριστούν νέα περιστατικά. Ρεπό και άδειες ελαττώθηκαν ακόμα περισσότερο, καθώς κλινικές και τμήματα δε μπορούσαν να κάνουν προγραμματισμό των αναγκών τους σε βάθος χρόνου.
Η πραγματική ενίσχυση των ΤΕΠ απαιτεί μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού όχι μόνο για την άμεση στελέχωση των συγκεκριμένων τμημάτων (επειγοντολόγοι, νοσηλευτές, τραυματιοφορείς), αλλά και όλων των υπόλοιπων τμημάτων που είναι οργανικά συνδεδεμένα με τη λειτουργία τους (γιατροί άλλων ειδικοτήτων, νοσηλευτές κλινικών, παραϊατρικό προσωπικό, διοικητικοί κλπ). Απαιτεί την τακτική συντήρηση των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού. Απαιτεί το άνοιγμα νέων νοσοκομείων.
Όλα αυτά είναι γνωστά στους κυβερνώντες. Εξάλλου, οι ίδιοι δημιούργησαν το πρόβλημα. Οι υγειονομικοί και ο λαός δεν έχουν ανάγκη από προτάσεις προς το Υπουργείο, αλλά οργάνωση και αγώνα στη βάση των κοινών δικαιωμάτων τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου