Περίπου 100 άτομα συγκεντρώθηκαν στις 19/7, στα γραφεία των Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας, για να συμμετάσχουν στην ιδρυτική συνέλευση του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων Αττικής, στην οποία κάλεσε η Επιτροπή Αγώνα Μισθωτών Δικηγόρων (ΚΚΕ). Στην πρώτη συνέλευση του σωματείου, αφενός η Επιτροπή Αγώνα κατέθεσε προς ψήφιση στο σώμα το καταστατικό του, αφετέρου δηλώθηκαν τα ιδρυτικά μέλη του σωματείου και έγινε ψηφοφορία για την ανάδειξη των μελών της προσωρινώς Διοικούσας Επιτροπής του. Σκοπός της Διοικούσας Επιτροπής να κατατεθεί το καταστατικό του σωματείου στο Πρωτοδικείο Αθηνών και στη συνέχεια να προκηρυχθούν εκλογές για ΔΣ.
Από την αρχή η Επιτροπή Αγώνα φρόντισε να κάνει σαφές ότι πρόσκειται στο ΚΚΕ, αφού είχε καλέσει να τοποθετηθούν μέλη του από τον ΔΣΑ, το Σωματείο Μισθωτών Τεχνικών και τους φοιτητές της Νομικής. Πέρα από τα μέλη του ΚΚΕ, έγιναν τοποθετήσεις από το ΝΑΡ, την Εναλλακτική Παρέμβαση και την Ταξική Πορεία, καθώς και από ανένταχτους συνάδελφους. Κοινό σημείο στις περισσότερες τοποθετήσεις ήταν η ανάγκη της συγκρότησης σωματείου που θα προασπίζεται τα συμφέροντα των μισθωτών δικηγόρων και ασκουμένων, της πάλης για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, για σταθερή και μόνιμη δουλειά, ενάντια στην εντατικοποίηση και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, της κατοχύρωσης συγκροτημένων εργασιακών δικαιωμάτων (μισθός, ωράριο, ασφάλιση, άδειες, προστασία από τις απολύσεις και την ανεργία, κ.ά.), ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που αποδίδεται από τον εκάστοτε εργοδότη στη σχέση μισθωτής εργασίας (έμμισθη εντολή, μπλοκάκι). Ακόμα, τονίστηκε ότι η πλατιά μάζα μισθωτών ασκουμένων και δικηγόρων αντικειμενικά δεν καλύπτεται από τους δικηγορικούς συλλόγους, όπου από κοινού, στο όνομα της «ενιαίας επιστημονικής οργάνωσης», συμμετέχουν εργοδότες και εργαζόμενοι και επιχειρείται να «γεφυρωθούν» τα συμφέροντά τους.
Στις τοποθετήσεις των εκπροσώπων της Επιτροπής Αγώνα, κοινός τόπος ήταν η πλήρης αποδοχή – αν όχι αποθέωση- του Ν. 1264/82, ο οποίος δήθεν «κατοχυρώνει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τη συνδικαλιστική οργάνωση σε ταξικό επίπεδο». Το καταστατικό, λοιπόν, που κατατέθηκε στο σώμα, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τον εν λόγω νόμο, μεταξύ άλλων: α) προέβλεπε την διεξαγωγή των αρχαιρεσιών του σωματείου παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου, β) παρ’ ότι όριζε ως εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη των οργάνων του σωματείου την «απλή αναλογική», ουσιαστικά την αναιρούσε, αφού εφάρμοζε την ενισχυμένη αναλογική του 1264/82, προβλέποντας ότι εφόσον μετά την πρώτη κατανομή των εδρών παραμένουν αδιάθετες έδρες (δεύτερη κατανομή), αυτές θα κατανέμονται μεταξύ των συνδυασμών που σωρευτικά έχουν λάβει έδρα από την πρώτη κατανομή και συμπληρώνουν υπόλοιπο αδιάθετων ψηφοδελτίων μεγαλύτερο του 1/3 του εκλογικού μέτρου, γ) συμπεριλάμβανε στους πόρους του σωματείου τα «έσοδα από κάθε νόμιμη πηγή», άρα και την κρατική χρηματοδότηση. Επιπλέον, ενώ δήλωνε ότι «αποκλείεται κάθε κρατική ή εργοδοτική παρέμβαση στη λειτουργία και τη δράση του σωματείου», δεν όριζε ρητά ότι τα μέλη του δεν αποδέχονται και δεν συμμετέχουν σε ηλεκτρονικές ψηφοφορίες - ηλεκτρονικά μητρώα και στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων.
Τέλος, όριζε ότι τα όργανα του σωματείου εκλέγονται κάθε 3 χρόνια, δηλαδή τα μέλη τους παραμένουν σε αυτά για υπέρμετρα μακρύ χρονικό διάστημα.
Μάλιστα, παρ’ ότι το κείμενο του καταστατικού μοιράστηκε στο σώμα της ιδρυτικής συνέλευσης μόλις… το πρωί της 19/7, οι συντάκτες του επέμεναν στις τοποθετήσεις τους ότι «έχει συζητηθεί εκτενώς και δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση». Στη βάση αυτή, επιχείρησαν να το φέρουν σε ψήφιση μόνο επί της αρχής, δηλαδή δίχως να λάβει χώρα ψηφοφορία κατ’ άρθρο, παρ’ ότι στις τοποθετήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της συνέλευσης, είχαν εκφραστεί σοβαρές διαφωνίες από πλευράς μας πάνω σε διατάξεις του.
Ειδικότερα, από την πλευρά της Ταξικής Πορείας, περιγράφηκαν οι δυσμενείς συνθήκες εργασίας του μισθωτού ασκούμενου και δικηγόρου. Επισημάνθηκε η ανάγκη να παλέψει στο πλευρό του λαού και των εργαζομένων, από κοινού με τους οποίους βίωσε έντονα το προηγούμενο διάστημα την επίθεση των ΠΝΠ και νέων νόμων στα εργασιακά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματά του. Στηρίχτηκε η προσπάθεια συγκρότησης σωματείου σε κατεύθυνση αντίστασης – διεκδίκησης και αναμέτρησης με την εργοδοσία και το κεφάλαιο, κόντρα σε κάθε κρατική παρέμβαση στα εσωτερικά του. Σημειώθηκε ότι είναι πολύ προβληματικό να καλούμαστε να υπερψηφίσουμε κείμενο καταστατικού που οι περισσότεροι μόλις διαβάσαμε, καθότι αυτό αντίκειται στην ουσιαστική συζήτηση επί των διατάξεών του.
Ωστόσο, είχε ήδη παρθεί η απόφαση άμεσης ψήφισής του. Παρ’ όλα αυτά και παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των μελών του ΚΚΕ και τη σιωπή των μελών της λοιπής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ήμασταν η μόνη δύναμη που τόλμησε να προτείνει όχι μόνο να γίνει ψηφοφορία επί των άρθρων του καταστατικού αλλά και συγκεκριμένες τροποποιήσεις. Έτσι, προτείναμε α) να διαγραφεί η φράση περί πραγματοποίησης εκλογών παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου, β) στη δεύτερη και τρίτη κατανομή, οι έδρες να κατανέμονται μεταξύ όλων των συνδυασμών, ανεξαρτήτως αν έλαβαν έδρα στην πρώτη κατανομή, και μάλιστα σε περίπτωση ισοψηφίας του υπόλοιπου των αδιάθετων ψηφοδελτίων, κατά προτεραιότητα να λαμβάνει την έδρα ο συνδυασμός που δεν έχει λάβει έδρα στην πρώτη κατανομή, γ) να αναγραφεί ότι δεν αποδεχόμαστε χρηματοδότηση από το κράτος και τους θεσμούς του, δ) οι εκλογές του σωματείου να γίνονται ανά 2 χρόνια, προκειμένου στα όργανά του να εκφράζονται οι δυνάμεις σύμφωνα με την τρέχουσα βούληση των μελών του, να διασφαλίζεται ο έλεγχος και η λογοδοσία των οργάνων στα μέλη του σωματείου, ε) να ορίζεται ρητά ότι τα μέλη του σωματείου δεν αποδέχονται και δεν συμμετέχουν σε ηλεκτρονικές ψηφοφορίες - ηλεκτρονικά μητρώα και στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων.
Αφετηρία μας ήταν ότι το σωματείο πρέπει να κοντράρει εκείνες τις διατάξεις του Ν. 1264/82 (δικαστικοί αντιπρόσωποι, σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, κ.λπ.), με τις οποίες από νωρίς και σε περίοδο ανόδου του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, το ντόπιο κεφάλαιο, διά της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ τότε, έστησε τον δρόμο για να βάλει χέρι στα εσωτερικά των σωματείων. Πρόκειται για τις νομοθετικές διατάξεις που σε μια πορεία και ενώ το κίνημα υποχωρούσε, έδωσε τη δυνατότητα στη ΣΔΟΕ να μπουκάρει στην ΕΛΜΕ, τα αστικά δικαστήρια να διορίζουν τις διοικήσεις σωματείων, τις κρατικές και δημόσιες αρχές να επιβάλουν εξοντωτικά πρόστιμα εις βάρος οργανώσεων. Σήμερα, μετά τη θέσπιση του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον νέο «αναπτυξιακό» νόμο της ΝΔ, πρέπει το σωματείο μας να εναντιωθεί ρητά και καταστατικά στο φακέλωμα της δράσης του και την επιχείρηση αποκλεισμού κάθε πιθανότητας οργάνωσης αντιστάσεων, αγώνων και διεκδικήσεων εκ μέρους του.
Δυστυχώς, όμως η τοποθέτησή μας και οι προτάσεις μας δεν βρήκαν ευήκοα ώτα ούτε στα μέλη της Επιτροπής Αγώνα, ούτε σε εκείνα των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Πρώτα – πρώτα, το ΚΚΕ υπεραμύνθηκε του αρχικού κειμένου του καταστατικού, επικαλούμενο απλά και μόνο την «ανάγκη τήρησης των διατάξεων του Ν. 1264/82», ενώ ως προς το Μητρώο Πραγματικών δικαιούχων και τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες –μητρώα, ανέφερε ότι αν συμπεριληφθεί στο καταστατικό η σχετική εναντίωσή μας, «το καταστατικό θα απορριφθεί από το Πρωτοδικείο»! Ακόμα δηλαδή πριν συγκροτηθεί το σωματείο μας και παρά την αναγκαιότητα να κατοχυρωθεί και καταστατικά ότι δεν αποδέχεται με κανέναν τρόπο τον κρατικό έλεγχο στα εσωτερικά του, το ΚΚΕ έσπευσε να υποταχθεί στην αστική νομιμότητα. Την υποταγή του αυτή απέδειξε και αμέσως μετά τη λήξη της ψηφοφορίας για την ανάδειξη των μελών της προσωρινώς διοικούσας επιτροπής, όταν στο πρώτο ψήφισμα που κατατέθηκε στο σώμα, σχετικά με τον νέο νόμο για τις δημόσιες συναθροίσεις, φρόντισε να τονίσει ότι «θα μείνει στα χαρτιά»….
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η στάση του ΝΑΡ, το οποίο δεν τοποθετήθηκε πάνω στις τροποποιήσεις που προτείναμε. Εάν κρίνουμε από τη γενικότερη στάση αποδοχής που κράτησε σε άλλα σωματεία στο ζήτημα των πραγματικών δικαιούχων, αλλά και από το γεγονός ότι στην πρόταση του ΚΚΕ για την 9μελή προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή συμπεριλαμβανόταν και μέλος του ΝΑΡ, ήταν σαφές ότι είχε υπάρξει προηγούμενη συνεννόηση και συμφωνία μεταξύ ΚΚΕ και ΝΑΡ επί του καταστατικού. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και το άλλοθι για το ΚΚΕ ώστε να παρουσιάσει το κείμενο του καταστατικού ως «συζητημένο, τροποποιημένο και κοινής πλέον αποδοχής».
Ομοίως και οι δυνάμεις της Εναλλακτικής Παρέμβασης, μετά από μια γενικόλογη τοποθέτηση, δεν στήριξαν ούτε με παρέμβασή τους ούτε με την ψήφο τους τις προτάσεις μας περί μη αποδοχής και μη συμμετοχής σε ηλεκτρονικές ψηφοφορίες - ηλεκτρονικά μητρώα και Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, καθώς και διενέργειας εκλογών απουσία δικαστικού αντιπροσώπου, απέχοντας μάλιστα ουσιαστικά από την ψηφοφορία επί των σχετικών άρθρων του καταστατικού, όπου κονταροχτυπιούνταν οι προτάσεις μας με εκείνες του πολυπληθούς ΚΚΕ. Αντίθετα, και αυτές οι δυνάμεις παρακολουθούσαν αδρανείς το ΚΚΕ να επιβάλει τις ζημιογόνες για τη συγκρότηση και ανάπτυξη του σωματείου διατάξεις του.
Ευτυχώς, υπήρξε και σημαντικός αριθμός συναδέλφων, που παρά την ελλιπή κατανόηση της συζήτησης και των ζητημάτων, αφού πρώτη φορά διάβαζε το καταστατικό, συμμερίστηκε τις ενστάσεις μας και τις αγκάλιασε τόσο με την προφορική παρέμβασή του όσο και την ψήφο του υπέρ των προτάσεών μας επί των άρθρων.
Τελικά, υπερψηφίστηκε το κείμενο του καταστατικού, όπως προτάθηκε από το ΚΚΕ. Ακολούθησε η ψηφοφορία για την ανάδειξη της προσωρινώς Διοικούσας Επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν 85 συνάδελφοι. Τις περισσότερες ψήφους πήραν τα 9 μέλη που είχε προτείνει το ΚΚΕ, τα οποία και αναδείχτηκαν στο όργανο, με τον πρώτο να παίρνει 55 ψήφους. Η υποψήφια της Εναλλακτικής Παρέμβασης πήρε 26 ψήφους, ενώ η υποψήφια της Ταξικής Πορείας πήρε 19 ψήφους.
Συμπερασματικά, παρά την έκφραση των αδυναμιών της Αριστεράς ήδη από την πρώτη ιδρυτική συνέλευση του σωματείου, θεωρούμε ότι η συγκρότησή του κινείται σε θετική κατεύθυνση και πρέπει να συσπειρώσει τους πληττόμενους συναδέλφους, που έως τώρα ένιωθαν μόνοι απέναντι στην εργοδοσία. Ο προβληματισμός και οι διαθέσεις που εξέφρασε μέρος τους απέναντι στην ιδιοκτησιακή λογική του ΚΚΕ και την υποταγή της υπόλοιπης Αριστεράς στους σχεδιασμούς του, καθώς και η έμπρακτη στήριξή τους στην άποψη και την προσπάθειά μας να ενισχυθεί η κατεύθυνση αναμέτρησης με το κράτος και τους μηχανισμούς του, υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες, είναι πολύ ελπιδοφόρα στοιχεία.
Από την αρχή η Επιτροπή Αγώνα φρόντισε να κάνει σαφές ότι πρόσκειται στο ΚΚΕ, αφού είχε καλέσει να τοποθετηθούν μέλη του από τον ΔΣΑ, το Σωματείο Μισθωτών Τεχνικών και τους φοιτητές της Νομικής. Πέρα από τα μέλη του ΚΚΕ, έγιναν τοποθετήσεις από το ΝΑΡ, την Εναλλακτική Παρέμβαση και την Ταξική Πορεία, καθώς και από ανένταχτους συνάδελφους. Κοινό σημείο στις περισσότερες τοποθετήσεις ήταν η ανάγκη της συγκρότησης σωματείου που θα προασπίζεται τα συμφέροντα των μισθωτών δικηγόρων και ασκουμένων, της πάλης για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, για σταθερή και μόνιμη δουλειά, ενάντια στην εντατικοποίηση και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, της κατοχύρωσης συγκροτημένων εργασιακών δικαιωμάτων (μισθός, ωράριο, ασφάλιση, άδειες, προστασία από τις απολύσεις και την ανεργία, κ.ά.), ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που αποδίδεται από τον εκάστοτε εργοδότη στη σχέση μισθωτής εργασίας (έμμισθη εντολή, μπλοκάκι). Ακόμα, τονίστηκε ότι η πλατιά μάζα μισθωτών ασκουμένων και δικηγόρων αντικειμενικά δεν καλύπτεται από τους δικηγορικούς συλλόγους, όπου από κοινού, στο όνομα της «ενιαίας επιστημονικής οργάνωσης», συμμετέχουν εργοδότες και εργαζόμενοι και επιχειρείται να «γεφυρωθούν» τα συμφέροντά τους.
Στις τοποθετήσεις των εκπροσώπων της Επιτροπής Αγώνα, κοινός τόπος ήταν η πλήρης αποδοχή – αν όχι αποθέωση- του Ν. 1264/82, ο οποίος δήθεν «κατοχυρώνει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τη συνδικαλιστική οργάνωση σε ταξικό επίπεδο». Το καταστατικό, λοιπόν, που κατατέθηκε στο σώμα, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τον εν λόγω νόμο, μεταξύ άλλων: α) προέβλεπε την διεξαγωγή των αρχαιρεσιών του σωματείου παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου, β) παρ’ ότι όριζε ως εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη των οργάνων του σωματείου την «απλή αναλογική», ουσιαστικά την αναιρούσε, αφού εφάρμοζε την ενισχυμένη αναλογική του 1264/82, προβλέποντας ότι εφόσον μετά την πρώτη κατανομή των εδρών παραμένουν αδιάθετες έδρες (δεύτερη κατανομή), αυτές θα κατανέμονται μεταξύ των συνδυασμών που σωρευτικά έχουν λάβει έδρα από την πρώτη κατανομή και συμπληρώνουν υπόλοιπο αδιάθετων ψηφοδελτίων μεγαλύτερο του 1/3 του εκλογικού μέτρου, γ) συμπεριλάμβανε στους πόρους του σωματείου τα «έσοδα από κάθε νόμιμη πηγή», άρα και την κρατική χρηματοδότηση. Επιπλέον, ενώ δήλωνε ότι «αποκλείεται κάθε κρατική ή εργοδοτική παρέμβαση στη λειτουργία και τη δράση του σωματείου», δεν όριζε ρητά ότι τα μέλη του δεν αποδέχονται και δεν συμμετέχουν σε ηλεκτρονικές ψηφοφορίες - ηλεκτρονικά μητρώα και στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων.
Τέλος, όριζε ότι τα όργανα του σωματείου εκλέγονται κάθε 3 χρόνια, δηλαδή τα μέλη τους παραμένουν σε αυτά για υπέρμετρα μακρύ χρονικό διάστημα.
Μάλιστα, παρ’ ότι το κείμενο του καταστατικού μοιράστηκε στο σώμα της ιδρυτικής συνέλευσης μόλις… το πρωί της 19/7, οι συντάκτες του επέμεναν στις τοποθετήσεις τους ότι «έχει συζητηθεί εκτενώς και δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση». Στη βάση αυτή, επιχείρησαν να το φέρουν σε ψήφιση μόνο επί της αρχής, δηλαδή δίχως να λάβει χώρα ψηφοφορία κατ’ άρθρο, παρ’ ότι στις τοποθετήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της συνέλευσης, είχαν εκφραστεί σοβαρές διαφωνίες από πλευράς μας πάνω σε διατάξεις του.
Ειδικότερα, από την πλευρά της Ταξικής Πορείας, περιγράφηκαν οι δυσμενείς συνθήκες εργασίας του μισθωτού ασκούμενου και δικηγόρου. Επισημάνθηκε η ανάγκη να παλέψει στο πλευρό του λαού και των εργαζομένων, από κοινού με τους οποίους βίωσε έντονα το προηγούμενο διάστημα την επίθεση των ΠΝΠ και νέων νόμων στα εργασιακά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματά του. Στηρίχτηκε η προσπάθεια συγκρότησης σωματείου σε κατεύθυνση αντίστασης – διεκδίκησης και αναμέτρησης με την εργοδοσία και το κεφάλαιο, κόντρα σε κάθε κρατική παρέμβαση στα εσωτερικά του. Σημειώθηκε ότι είναι πολύ προβληματικό να καλούμαστε να υπερψηφίσουμε κείμενο καταστατικού που οι περισσότεροι μόλις διαβάσαμε, καθότι αυτό αντίκειται στην ουσιαστική συζήτηση επί των διατάξεών του.
Ωστόσο, είχε ήδη παρθεί η απόφαση άμεσης ψήφισής του. Παρ’ όλα αυτά και παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των μελών του ΚΚΕ και τη σιωπή των μελών της λοιπής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ήμασταν η μόνη δύναμη που τόλμησε να προτείνει όχι μόνο να γίνει ψηφοφορία επί των άρθρων του καταστατικού αλλά και συγκεκριμένες τροποποιήσεις. Έτσι, προτείναμε α) να διαγραφεί η φράση περί πραγματοποίησης εκλογών παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου, β) στη δεύτερη και τρίτη κατανομή, οι έδρες να κατανέμονται μεταξύ όλων των συνδυασμών, ανεξαρτήτως αν έλαβαν έδρα στην πρώτη κατανομή, και μάλιστα σε περίπτωση ισοψηφίας του υπόλοιπου των αδιάθετων ψηφοδελτίων, κατά προτεραιότητα να λαμβάνει την έδρα ο συνδυασμός που δεν έχει λάβει έδρα στην πρώτη κατανομή, γ) να αναγραφεί ότι δεν αποδεχόμαστε χρηματοδότηση από το κράτος και τους θεσμούς του, δ) οι εκλογές του σωματείου να γίνονται ανά 2 χρόνια, προκειμένου στα όργανά του να εκφράζονται οι δυνάμεις σύμφωνα με την τρέχουσα βούληση των μελών του, να διασφαλίζεται ο έλεγχος και η λογοδοσία των οργάνων στα μέλη του σωματείου, ε) να ορίζεται ρητά ότι τα μέλη του σωματείου δεν αποδέχονται και δεν συμμετέχουν σε ηλεκτρονικές ψηφοφορίες - ηλεκτρονικά μητρώα και στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων.
Αφετηρία μας ήταν ότι το σωματείο πρέπει να κοντράρει εκείνες τις διατάξεις του Ν. 1264/82 (δικαστικοί αντιπρόσωποι, σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, κ.λπ.), με τις οποίες από νωρίς και σε περίοδο ανόδου του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, το ντόπιο κεφάλαιο, διά της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ τότε, έστησε τον δρόμο για να βάλει χέρι στα εσωτερικά των σωματείων. Πρόκειται για τις νομοθετικές διατάξεις που σε μια πορεία και ενώ το κίνημα υποχωρούσε, έδωσε τη δυνατότητα στη ΣΔΟΕ να μπουκάρει στην ΕΛΜΕ, τα αστικά δικαστήρια να διορίζουν τις διοικήσεις σωματείων, τις κρατικές και δημόσιες αρχές να επιβάλουν εξοντωτικά πρόστιμα εις βάρος οργανώσεων. Σήμερα, μετά τη θέσπιση του Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον νέο «αναπτυξιακό» νόμο της ΝΔ, πρέπει το σωματείο μας να εναντιωθεί ρητά και καταστατικά στο φακέλωμα της δράσης του και την επιχείρηση αποκλεισμού κάθε πιθανότητας οργάνωσης αντιστάσεων, αγώνων και διεκδικήσεων εκ μέρους του.
Δυστυχώς, όμως η τοποθέτησή μας και οι προτάσεις μας δεν βρήκαν ευήκοα ώτα ούτε στα μέλη της Επιτροπής Αγώνα, ούτε σε εκείνα των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Πρώτα – πρώτα, το ΚΚΕ υπεραμύνθηκε του αρχικού κειμένου του καταστατικού, επικαλούμενο απλά και μόνο την «ανάγκη τήρησης των διατάξεων του Ν. 1264/82», ενώ ως προς το Μητρώο Πραγματικών δικαιούχων και τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες –μητρώα, ανέφερε ότι αν συμπεριληφθεί στο καταστατικό η σχετική εναντίωσή μας, «το καταστατικό θα απορριφθεί από το Πρωτοδικείο»! Ακόμα δηλαδή πριν συγκροτηθεί το σωματείο μας και παρά την αναγκαιότητα να κατοχυρωθεί και καταστατικά ότι δεν αποδέχεται με κανέναν τρόπο τον κρατικό έλεγχο στα εσωτερικά του, το ΚΚΕ έσπευσε να υποταχθεί στην αστική νομιμότητα. Την υποταγή του αυτή απέδειξε και αμέσως μετά τη λήξη της ψηφοφορίας για την ανάδειξη των μελών της προσωρινώς διοικούσας επιτροπής, όταν στο πρώτο ψήφισμα που κατατέθηκε στο σώμα, σχετικά με τον νέο νόμο για τις δημόσιες συναθροίσεις, φρόντισε να τονίσει ότι «θα μείνει στα χαρτιά»….
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η στάση του ΝΑΡ, το οποίο δεν τοποθετήθηκε πάνω στις τροποποιήσεις που προτείναμε. Εάν κρίνουμε από τη γενικότερη στάση αποδοχής που κράτησε σε άλλα σωματεία στο ζήτημα των πραγματικών δικαιούχων, αλλά και από το γεγονός ότι στην πρόταση του ΚΚΕ για την 9μελή προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή συμπεριλαμβανόταν και μέλος του ΝΑΡ, ήταν σαφές ότι είχε υπάρξει προηγούμενη συνεννόηση και συμφωνία μεταξύ ΚΚΕ και ΝΑΡ επί του καταστατικού. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και το άλλοθι για το ΚΚΕ ώστε να παρουσιάσει το κείμενο του καταστατικού ως «συζητημένο, τροποποιημένο και κοινής πλέον αποδοχής».
Ομοίως και οι δυνάμεις της Εναλλακτικής Παρέμβασης, μετά από μια γενικόλογη τοποθέτηση, δεν στήριξαν ούτε με παρέμβασή τους ούτε με την ψήφο τους τις προτάσεις μας περί μη αποδοχής και μη συμμετοχής σε ηλεκτρονικές ψηφοφορίες - ηλεκτρονικά μητρώα και Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων, καθώς και διενέργειας εκλογών απουσία δικαστικού αντιπροσώπου, απέχοντας μάλιστα ουσιαστικά από την ψηφοφορία επί των σχετικών άρθρων του καταστατικού, όπου κονταροχτυπιούνταν οι προτάσεις μας με εκείνες του πολυπληθούς ΚΚΕ. Αντίθετα, και αυτές οι δυνάμεις παρακολουθούσαν αδρανείς το ΚΚΕ να επιβάλει τις ζημιογόνες για τη συγκρότηση και ανάπτυξη του σωματείου διατάξεις του.
Ευτυχώς, υπήρξε και σημαντικός αριθμός συναδέλφων, που παρά την ελλιπή κατανόηση της συζήτησης και των ζητημάτων, αφού πρώτη φορά διάβαζε το καταστατικό, συμμερίστηκε τις ενστάσεις μας και τις αγκάλιασε τόσο με την προφορική παρέμβασή του όσο και την ψήφο του υπέρ των προτάσεών μας επί των άρθρων.
Τελικά, υπερψηφίστηκε το κείμενο του καταστατικού, όπως προτάθηκε από το ΚΚΕ. Ακολούθησε η ψηφοφορία για την ανάδειξη της προσωρινώς Διοικούσας Επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν 85 συνάδελφοι. Τις περισσότερες ψήφους πήραν τα 9 μέλη που είχε προτείνει το ΚΚΕ, τα οποία και αναδείχτηκαν στο όργανο, με τον πρώτο να παίρνει 55 ψήφους. Η υποψήφια της Εναλλακτικής Παρέμβασης πήρε 26 ψήφους, ενώ η υποψήφια της Ταξικής Πορείας πήρε 19 ψήφους.
Συμπερασματικά, παρά την έκφραση των αδυναμιών της Αριστεράς ήδη από την πρώτη ιδρυτική συνέλευση του σωματείου, θεωρούμε ότι η συγκρότησή του κινείται σε θετική κατεύθυνση και πρέπει να συσπειρώσει τους πληττόμενους συναδέλφους, που έως τώρα ένιωθαν μόνοι απέναντι στην εργοδοσία. Ο προβληματισμός και οι διαθέσεις που εξέφρασε μέρος τους απέναντι στην ιδιοκτησιακή λογική του ΚΚΕ και την υποταγή της υπόλοιπης Αριστεράς στους σχεδιασμούς του, καθώς και η έμπρακτη στήριξή τους στην άποψη και την προσπάθειά μας να ενισχυθεί η κατεύθυνση αναμέτρησης με το κράτος και τους μηχανισμούς του, υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες, είναι πολύ ελπιδοφόρα στοιχεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου